- εξάς
- (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου. Η ονομασία του αποδόθηκε από τον Εβάλιο, προς τιμήν του εξάντα του Τύχωνος Μπραχέ. Βρίσκεται στα Ν του ζωδιακού κύκλου, κοντά στον Ισημερινό και κάτω από τον αστερισμό του Λέοντα. Αποτελείται από αστέρια με μικρή λάμψη, από τα οποία το πιο λαμπρό δεν ξεπερνάει το φαινόμενο μέγεθος 4,5. Οι καλύτερες συνθήκες για την παρατήρησή του δημιουργούνται τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο. Η διεθνής ονομασία του είναι Sextans, με σύμβολο Sex.
* * *(I)ἑξάς, η (Α) [έξ]βλ. εξάδα.————————(II)ο (Α ἑξᾱς)νεοελλ.(ναυτ.-αστρον.) γωνιομετρικό όργανο που προσδιορίζει με αστρονομικές παρατηρήσεις τις γεωγραφικές συντεταγμένες τής θέσης που βρίσκεται ένα σκάφος κατά τον πλου ή μετρά τα ύψη τών αστέρων από αεροσκάφος, διαστημόπλοιο ή κατάστρωμα πλοίου, παρά την έλλειψη σταθερότητας τού παρατηρητήαρχ.1. το ρωμαϊκό νόμισμα sextans, ίσο με δύο ουγγιές2. νόμισμα τού Τάραντα τής Σικελίας, ίσο με 62/3 δραχμές χαλκού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. λατ. sextans)].
Dictionary of Greek. 2013.